- σάκων
- Σάκωνmasc nom/voc sgσάκκοςcoarse cloth of hairmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σακῶν — Σάκαι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακῶν — σάκας pudenda muliebria masc gen pl σάκος coarse cloth of hair neut gen pl (attic epic doric) σακός masc gen pl σᾱκῶν , σηκός pen masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκωνος — Σάκων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
ενθέτης — ο [εντίθημι] 1. αυτός που τοποθετεί κάτι μέσα σε άλλο 2. ναυτ. είδος διπλού ανυψωτικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση στο πλοίο ή την εκφόρτωση μικρών βαρών, και κυρίως βυτίων νερού ή σάκων, κν. μαραβίλια … Dictionary of Greek
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek
λινάτσα — η 1. χοντρό ύφασμα από λίνο ή κάναβη που χρησιμεύει για τη συσκευασία εμπορευμάτων, ιδίως για την κατασκευή σάκων 2. κομμάτι από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως σφουγγαρόπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λινό + κατάλ. άτσα, πρβλ. μπουγ άτσα] … Dictionary of Greek
μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή … Dictionary of Greek
ουτρικουλαρία — Γένος φυτών της οικογένειας των λεντιβουλαριιδών (δικοτυλήδονα), του οποίου πιο αξιόλογο είδος είναι η ο. η κοινή, υδροχαρές φυτό που αναπτύσσεται στα έλη, στα χαντάκια και στους ορυζώνες. Στην Ελλάδα απαντά σε στάσιμα νερά από τη Θεσσαλία και… … Dictionary of Greek
σακάς — ο / σακκᾱς, ΝΑ κατασκευαστής ή μεταφορέας σάκων νεοελλ. 1. άτομο που μεταφέρει νερό μέσα σε δερμάτινους σάκους 2. είδος πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. μαχαιρ άς)] … Dictionary of Greek